Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

ΝΤΑΪΛΙΚΙΑ

Τα φορτηγά ασκούσαν από παλιά πάνω μου μια ξεχωριστή γοητεία. Κάτι ο όγκος, κάτι οι δυνατές κόρνες, κάτι οι ανατροπές ή οι τεράστιες ρεζέρβες μ’ εντυπωσίαζαν και δεν ήταν λίγες οι φορές που, αν τύχαινε να δω κανένα τους να περνάει, μαγνήτιζε το βλέμμα μου μέχρι να χαθεί στην πρώτη στροφή.
Ίσως δεν ήμουν ο μόνος, αφού μεγαλώνοντας διαπίστωσα, ότι ενέπνευσαν κατά καιρούς και διάφορους ασχολούμενους με τη λογοτεχνία, την ποίηση, αλλά και τη στιχουργική κι έγιναν αφορμή για να γραφούν πολλές ιστορίες κι ακόμα περισσότερα τραγούδια. ‘Ηταν ίσως κι οι ίδιοι οι φορτηγατζήδες τραβηχτικοί από τη φύση τους κι έτσι δεν είναι τυχαίο που κατέχουν ιδιαίτερη θέση στο στιχουργικό μας πάνθεον.
Στο Δημοτικό, με τις πρώτες εκδρομές, με εντυπωσίαζαν τα πούλμαν. Χρωματιστά, καλογυαλισμένα, με τεράστια παράθυρα και ραδιόφωνα. Συναγωνιζόμασταν με την πιτσιρικαρία των συμμαθητών ποια τάξη θα έχει το πιο ωραίο και μετά κατά τη διάρκεια της διαδρομής το πλημμυρίζαμε με τις προτροπές μας: «Βάλε φόρα οδηγέ να τους προσπεράσουμε!...»
Η χειρότερή μας ήτανε αν τύχαινε να συναντηθούμε, όπως αλητεύαμε με τα ποδήλατα, με κανένα βυτιοφόρο που άδειαζε κάποιο βόθρο. Τα βυτία αυτά ήταν για μας τα χειρότερα, ώρες έκανε να ξεβρομίσει μετά η γειτονιά κι ακόμα παραπέρα. Κρατούσαμε τις μύτες μας μέχρι που πονούσαν και κοντεύαμε να σκάσουμε.
Είχε κι ο θείος Ανάργυρος ένα φορτηγό, που έκανε πιάτσα από τα ξημερώματα στο Περιστέρι, αλλά αυτό ήτανε πιο μικρό κι ήτανε «γιώτα χι» κι έκανε μόνο μεταφορές, μέχρι που –εκεί γύρω στο 1983–84 ή και λίγο αργότερα– το μίσθωσε στον ΟΤΕ και «λίγδωσε το άντερό του», όπως συνήθιζε να λέει –χρόνια μετά– όταν πια είχε πάρει σύνταξη, είχε νοικιάσει και το τριώροφο στο Λόφο Αξιωματικών και ζούσε μόνιμα στο κτήμα του στον Ωρωπό.
Την ίδια περίπου εποχή, άρχισαν να γεμίζουν οι εθνικές φορτηγά και τα ραδιόφωνα και τα μπουζουξίδικα να στοιχειώνουν με τη φωνή του Γιώργου Σαρρή και τις «Νταλίκες» του. Δεν είναι ίσως τυχαίο, που η δεκαετία του ’80 οριοθετήθηκε λες από τα εντυπωσιακά αυτά τροχοφόρα, πρώτα από την αλησμόνητη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου –κάπου εκεί γύρω στο 1981– με τη διαχρονική «Νταλίκα» του Δήμου Μούτση και με το «Τρελό Φορτηγό» του αξέχαστου Μάριου Τόκα και τη μοναδική φωνή του Γιάννη Πάριου, που μας τρέλανε με τη σειρά του στα τέλη περίπου του 1989.
Τις προάλλες, στο θέατρο «Πέτρας», με την ευκαιρία της συναυλίας για τα 20 χρόνια, που γιόρτασαν οι Γιατροί του Κόσμου, θυμήθηκα μέσα στη δροσερή φθινοπωρινή βραδιά, το μπλε φορτηγό της μάντρας του κυρ Μιχάλη, που μας έπαιρνε μαζί με το γιό του τον Δημήτρη κάτι καλοκαιριάτικα πρωινά και μας ανέβαζε ψηλά στο βουνό βόλτα, για να φορτώσουμε στην καρότσα πότε άμμο και πότε γαρμπίλι από το νταμάρι που λειτουργούσε τότε στην ίδια θέση.
Τώρα πια, οικογενειάρχης μ’ αυτοκίνητο και σπίτι σ’ εξοχή, τα φορτηγά και τις νταλίκες τα παρατηρώ –και τα ξορκίζω– κανένα Σαββατοκύριακο που θα τύχει να εδράμω προς Διακοφτό, οπότε –εκεί μετά την Κόρινθο που η εθνική δεν είναι ούτε Δέλτα Εθνικής Κατηγορίας– είμαι υποχρεωμένος να μετρώ τα χιλιόμετρα μ’ έναν κόμπο στο λαιμό δίπλα σε φορτηγά ψυγεία, βυτία καυσίμων, ρυμουλκούμενα, πούλμαν των μυρίων ΚΤΕΛ, τουριστικά λεωφορεία και αρθρωτά μεγαθήρια διεθνών μεταφορών.

Σκληραίνει –ακούω– η κυβέρνηση τη στάση της απέναντι στους ιδιοκτήτες φορτηγών. Δεν ξέρω καν αν πρόκειται για ‘κείνους τους φορτηγατζήδες που είχα στο παιδικό μου μυαλό, με το ηλιοκαμένο πρόσωπο και τα γεροδεμένα μπράτσα. Δεν ξέρω καν μέχρι πού φτάνει κι αυτή η «κόκκινη γραμμή», που αποφασίστηκε να μπει –πέρα για πέρα– σε ότι ίσαμε χτες μας είχαν μάθει να νομίζουμε για δικό μας. Νομίζω όμως, πως ήρθε η ώρα να σταθούμε στην ουρά εδώ και τώρα –σαν τα φορτηγά τα παρκαρισμένα στις εισόδους των εθνικών οδών– για να πληρώσουμε τις δανεικές κι αγύριστες ελπίδες για λεωφόρους προκοπής κι ευημερίας, που χρόνια ολόκληρα έπαιρναν παρατάσεις κι εξαργυρώνονταν –πάντοτε μετρητοίς– με ψήφους, διαπλοκές και «χορηγίες».

Φωτο: http://photo.net/no-words-forum/00SgNX

2 σχόλια: