Τρίτη 26 Μαΐου 2009

ΠΛΑΤΕΙΑ ΛΑΥΡΙΟΥ


Αφετηρία και στάση λεωφορείων δίπλα στους σκουπιδοτενεκέδες, σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμια, κλειστά και βρωμισμένα με κουτσουλιές σιντριβάνια, πεζοδρόμια κατειλημμένα από τραπέζια και ζαρντινιέρες. Αργόσχολοι, μικροπωλητές, νταβατζίδες και χασομέρηδες κάνουν χάζι τις γυναίκες που –απ’ τα χαράματα σχεδόν– ψάχνουν πελάτες για τον αγοραίο ερωτά τους. Η παρκαρισμένη κλούβα της αστυνομίας με τα ΜΕΑ δίπλα στην «Πειραιώς». Μέχρι πρότινος, τριγυρνούσαν ή σωριάζονταν σε κάποιες γωνιές και τ’ ανθρώπινα ναυάγια, που λόγω ΟΚΑΝΑ –στον πρώην σταθμό Α’ Βοηθειών της Γ’ Σεπτεμβρίου. Κάθε εικόνα δίνει τον τόνο και μαρτυρά το στίγμα για το πού οδηγείται η περιοχή.
Στην πλατεία Λαυρίου, που απέχει γύρω στα διακόσια μέτρα από την πλατεία Ομονοίας, αλλά και στους γύρω δρόμους απλώνεται μέρα με τη μέρα ένα πέπλο εγκατάλειψης και μαρασμού. Εκείνοι, που καθημερινά διέρχονται, ζουν ή έχουν τα μαγαζιά τους εκεί, διαισθάνονται τη βαριά ανάσα της παρακμής. Οι γύρω δρόμοι, Βεραντζέρου, Χαλκοκονδύλη, Σωκράτους, μέχρι την πλατεία Βάθη και πιο κάτω το Μεταξουργείο δεν θυμίζουν τίποτε από την Αθήνα της δεκαετίας του ’70 και του ’80, αλλά και πιο πρόσφατα το 1990 και το 2000, που έγινε σοβαρή προσπάθεια για την ανάπλασή της, με πλακοστρώσεις, σιντριβάνια, κήπους, βάψιμο των κτιρίων, αναπαλαιώσεις νεοκλασικών, ξενοδοχείων κ.λπ.. Μετά το 2004 και τη λάμψη των Ολυμπιακών αγώνων, η εγκατάλειψη είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού.
Με την περιοχή με συνδέουν μνήμες από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια, όταν πιτσιρίκος γεμάτος ενθουσιασμό και καμάρι, κατέβαινα με το «115» στην αφετηρία της Σατωβριάνδου για να πάω στη δουλειά του πατέρα μου. Οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή. Κόσμος πηγαινοερχόταν, μαγαζιά κάθε λογής, σουβλατζίδικα, καφέ μπαρ, εμπορικά με φωτιστικά, με ρούχα, με παπούτσια, μπακάλικα, κοσμηματοπωλεία, φαρμακαποθήκες. Στην πιο πάνω γωνία ο Δενέγρης με τα ατέλειωτα παιχνίδια, αλλά κι η «Στάνη», στην οδό Μαρίκας Κοτοπούλη, με τις παραδοσιακές γεύσεις, το γάλα, το γιαούρτι με το μέλι και τους λουκουμάδες. Στον ίδιο δρόμο κι οι κινηματογράφοι «Κοτοπούλη» –που στη θέση του χτίστηκε το κλειστό σήμερα ξενοδοχείο «La Mirage»– και το «Κοσμοπολίτ» προς τη Βεραντζέρου. Σχεδόν απέναντι επί της Σατωβριάνδου, απέναντι από το ξενοδοχείο «ΕΛΛΑΣ» –ρημάζει κι αυτό κλειστό μαζί με όλα τα μαγαζιά της γωνίας– ήταν κι ο κινηματογράφος «Ομόνοια», που λειτουργούσε στο υπόγειο του ομώνυμου πολυτελούς ξενοδοχείου. Το άλλο μεγάλο ξενοδοχείο που θυμάμαι εκεί γύρω ήταν το «Ambassador», στην οδό Σωκράτους, ενώ πιο κάτω σε μια στενή πολυκατοικία στεγαζόταν το «6ο», μ’ έναν αστυνομικό πάντα να κάνει βόλτες μπρος στην είσοδο. Βεραντζέρου και Γ’ Σεπτεμβρίου ήταν η γωνία τις γλυκιάς μου απόλαυσης, το «Λαύριον», το ζαχαροπλαστείο, με τις υπέροχες σοκολατίνες που έδωσε το όνομά του και στην μικρή πλατεία απέναντι επί της Γ’ Σεπτεμβρίου –ευτυχώς το «ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ» σώζει στις μέρες μας τη γλυκιά παράδοση.
Χίλιες δυο εικόνες μπορώ να θυμηθώ απ’ αυτή την περιοχή, που εξακολουθώ κάθε πρωινό, λόγω εργασίας πλέον, να περιδιαβαίνω ακόμα. Μου ήρθαν στο μυαλό με αφορμή το αφιέρωμα στην «Κυριακάτικη», για το Εφετείο της οδού Σωκράτους 65, που δεν είναι άλλο από το ξενοδοχείο «Ambassador», των παιδικών μου χρόνων.
Πλατεία Λαυρίου. Τίποτα σήμερα δεν παραπέμπει σε κεντρική περιοχή μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, ούτε καν μιας πόλης που αναπτύχθηκε σεβόμενη την ιστορία και το παρελθόν της. Μόνον ο κωφάλαλος λούστρος, με την περιποιημένη μπλε ποδιά και τις χαρακτηριστικές χειρονομίες που χρησιμοποιεί «συνομιλώντας» με τους πελάτες του, έχει μείνει ολόιδιος, απαράλλαχτος στο πέρασμα του χρόνου. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο αποκρουστική αν κατηφορίσεις προς την πλατεία Βάθη ή το Μεταξουργείο. Δεν είναι μακριά ο καιρός, που κι αυτές οι περιοχές θα έχουν την εξέλιξη που είχε κι εκείνη γύρω από την πλατεία Θεάτρου. Και προς τα Εξάρχεια όμως –που κάθε βράδυ «στενάζουν» από τους ένστολους κρανοφόρους και τις κλούβες των ΜΑΤ– η κατάσταση έχει πάρει δυσάρεστη τροπή…
Δεν ξέρω αν είναι συνομωσία, σχέδιο, αδιαφορία ή ανικανότητα, ένα είναι το δεδομένο, ότι το κέντρο της πόλης των Αθηνών έχει εγκαταλειφθεί από τους κυβερνώντες, αλλά κι από τους τοπικούς άρχοντες. Τα πρόσφατα θλιβερά γεγονότα –αλλά κι όσα σποραδικά εκδηλώνονται– είναι μόνο το ανησυχητικό προανάκρουσμα ενός όχι πολύ μακρινού αύριο, που η κατάσταση θα είναι μη αναστρέψιμη κι η πόλη αναγκαστικά θα αστυνομοκρατείται για να μπορεί υπάρχει και να λειτουργεί.
Δεν της αξίζει ένα τέτοιο αύριο της Αθήνας.
Αυτή η πόλη, όλους μπορεί να τους αγκαλιάσει, να τους θρέψει, να τους σεργιανίσει, να τους αγαπήσει, φτάνει λίγο να της δείξουν σεβασμό, αγάπη, ενδιαφέρον, φροντίδα. Στην πόλη που γεννήθηκε και άκμασε η δημοκρατία, δεν χρειάζεται αυταρχισμός και βία. Χρειάζεται πρώτ’ απ’ όλα η βούληση κι η απόφαση από τις πολύμορφες και πολυώνυμες εξουσίες που σήμερα μόνο την απομυζούν και τη δυναστεύουν (υπουργεία, δήμος, νομαρχία, δημόσιες υπηρεσίες, ΔΕΗ, ΟΤΕ, τράπεζες, πανεπιστήμια κ.λπ.). Χρειάζεται μεταξύ τους διάλογος, συνεργασία και συμφωνία, ώστε να σχεδιάσουν και να χρηματοδοτήσουν από κοινού ένα αύριο που θα είναι πολύχρωμο, πολυπολιτισμικό, πολυφωνικό και πολύβουο. Ένα αύριο, που δεν θα ανήκει μόνο σ' όσους επιμένουν να μένουν και να πασχίζουν για την Αθήνα, αλλά θα προσελκύσει κι άλλους, για την ομορφιά και την ποιότητα της ζωής. Ένα αύριο, μιας πρωτεύουσας πόλης αντάξιο της ιστορίας και της πολιτιστικής της κληρονομιάς.

Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ

Αν ήμουν ο Μπαμπινιώτης, θα έβαζα τα παιδιά να γράψουν για την ελπίδα. Θα τα προέτρεπα να εκφράσουν αυτά που τα εμπνέουν, που τα συναρπάζουν, που θα ήθελαν να επιδιώξουν στη ζωή τους. Όχι επαγγελματικά, περιβάλλοντα, οικογένειες και πολιτιστικές ταυτότητες. Όχι όλα αυτά, για τα οποία όλοι εμείς οι «μεγάλοι» έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας -ακροβατώντας μεταξύ των συναισθηματισμών της μεταπολίτευσης και του κυνισμού της παγκοσμιοποίησης- και βάζουμε τα παιδιά να μας τα εκθέσουν. Όχι δεν θα έβαζα τα παιδιά να εκτεθούν, να γράψουν για τα δήθεν προβλήματα, τις δήθεν κρίσεις, τις δήθεν σχέσεις, τις δήθεν εξετάσεις.
Θα δοκίμαζα ν’ αχρηστεύσω όλα τα βοηθήματα και τα λυσάρια για ν’ αναδείξω την ψυχή αυτών των παιδιών, για ν’ αναζητήσουν μέσα τους εκείνη τη φλόγα που σε κάνει ν’ αγαπάς, να οραματίζεσαι, να επιθυμείς, να συμμετέχεις, να ελπίζεις. Θα προκαλούσα τον αυθορμητισμό τους, την ζωντάνια τους, τις ιδέες τους, την επινοητικότητά τους για ν’ ακυρώσουμε τα καλούπια και την τυποποίηση στην πράξη. Ναι, αυτή την τεχνηέντως κατασκευασμένη σαν κορυφαία στιγμή της ζωής τους, θα τα καλούσα να τολμήσουν να ξεφύγουν, να εκφράσουν στο χαρτί ό,τι νομίζουν πως για να το πετύχεις, αξίζει να διεκδικήσεις με πάθος, να ματώσεις, να ξενυχτήσεις, να κοπιάσεις.
Αν ήμουν ο Μπαμπινιώτης και κατόρθωνα με το θέμα αυτό να φωτίσω τα κουρασμένα απ’ το διάβασμα μάτια, να συσπάσω τα σφιγμένα απ’ την αγωνία χείλη, να λύσω τα δεμένα απ’ το άγχος χέρια, ν’ ανοίξω τις κλειδωμένες απ’ την καθημερινότητα νεανικές ψυχές, θα έλεγα πως η ελπίδα δεν έχει πεθάνει. Θα έλεγα πως όσο έχουν αυτά τα παιδιά ελπίδα, όλοι μας μπορούμε να ελπίζουμε…
Καλή σου επιτυχία, αγόρι μου!... Καλή επιτυχία σε όλα τα παιδιά!!

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΜΠΑΜΠΑΚΟ

Φιγούρες, χάρτινες, δερμάτινες, σκαλισμένες, ασπρόμαυρες, ζωγραφιστές. Χαρακτήρες, σπιρτόζοι, κουτοπόνηροι, αυταρχικοί, ναζιάρηδες, ελληνικοί. Ιστορίες, διασκεδαστικές, περιπετειώδεις, εμπνευσμένες, παραδοσιακές, ξεκαρδιστικές.
Μπορεί να σβήσανε για πάντα τα φώτα του μπερντέ για τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο καραγκιόζης όμως μπορεί να ροχαλίζει ήσυχος πως δεν έμεινε στη σκιά. Μπορεί να μην ξαναμιλήσει μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική ένρινα βραχνή φωνή του, τη φωνή που όλοι έχουμε φυλάξει τρυφερά στη μνήμη μας, το ταξίδι του όμως στην αιωνιότητα δεν μπορεί να το διακόψει κανένας δράκος, κανένας Βεληγκέκας, κανένα καταραμένο φίδι. Μπορεί το κολλητήρι να μην πρόλαβε να μάθει πόσο κάνουν τρία και δύο, χιλιάδες όμως πιτσιρίκια έμαθαν να γελούν αυθόρμητα και να διασκεδάζουν με τα κατορθώματά του. Το ποτιστήρι, η φασολάδα, η παράγκα, μπορεί να σκοτείνιασαν ξαφνικά, παραμένουν όμως διαχρονικά σύμβολα και συνειρμοί για το ατίθασο κι ελεύθερο πνεύμα, για την ολιγαρκή και λιτή καθημερινότητα, για την αυτάρκη κι ανεπιτήδευτη ζωή.
Το σπουδαίο που προσέφερε ο Ευγένιος Σπαθάρης στον καραγκιόζη, είναι ότι τον έβγαλε από τη σκιά της σκιάς του. Τον ανέσυρε από την ανωνυμία, την ανυποληψία και τη μιζέρια και τον έστησε περήφανο, ανυπόταχτο και αυτόφωτο μπροστά στο φως. Τον έπιασε απ’ το αρθρωτό μακρύ – μακρύ του χέρι και τον πήγε σε κάθε γωνιά του κόσμου, πότε σαν γιατρό, πότε σαν γαμπρό, πότε στο δικαστήριο και πότε δίπλα στο Μεγαλέξανδρο. Τον ενσωμάτωσε στη λαϊκή παράδοση, δίχως να παραβλέψει ή ν’ αποσιωπήσει το παραμικρό απ’ την ανατολίτικη καταγωγή του και τον ανέδειξε ως χαρακτηριστική φυσιογνωμία και αυθεντικό χαρακτήρα ρωμιού, που επιβιώνει, συναναστρέφεται, ελίσσεται και διασκεδάζει.
Το μέγεθος και το μεγαλείο των πραγματικά «μεγάλων», αναδεικνύεται κι επιβεβαιώνεται από το κενό που αισθάνεσαι ν’ αφήνουν με την αποχώρησή τους. Το κενό κι η έλλειψη, που δεν προκύπτει από πομπώδεις βιογραφίες ή επώνυμες υπερβολές κι αμετροέπειες, αλλά φωλιάζει σαν γλυκόπικρο δάκρυ στην ψυχή του καθενός, του ανώνυμου, του λαού. Όλων εκείνων που νοιώθουν ορφανοί, μόνοι κι αισθάνονται την ανάγκη με όποιο τρόπο μπορούν να το εκφράσουν για να λυτρωθούν, για να πιστέψουν ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει, ότι όλα εξακολουθούν να είναι όπως πριν.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης πέτυχε να είναι τόσο κοντά μας, ώστε όλοι να έχουμε τη βεβαιότητα –άσχετα αν έχουμε χρόνια να δούμε παράστασή του– ότι όλα εξακολουθούν να είναι όπως πριν. Ότι κι εμείς είμαστε όπως τότε κι ότι κάποια στιγμή, είναι δυνατόν να σβήσουν τα φώτα, να χτυπήσει η κουδούνα, ν’ αντηχήσουν οι φωνές από το θορυβώδες τσούρμο του θεάτρου σκιών κι ο καραγκιόζης να διαγράψει με τη σκιά του τις σκιές της καθημερινότητάς μας, συνεπάιρνοντάς μας και πάλι σαν μικρά παιδιά στα πασίγνωστα γλέντια του. Γι’ αυτό είναι μεγάλος…

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

ΣΤΟΝ ΠΑΤΟ

Κατάντησε μονότονο πια ν’ αναρωτιόμαστε κάθε τρεις και λίγο: «Υπάρχει πιο κάτω;» Ποντισμένοι στα βάθη, κοιτάμε χρόνο με το χρόνο προς τα κάτω κι επειδή βλέπουμε μόνο σκοτάδι και μαυρίλα, νομίζουμε πως έχει κι άλλο πιο κάτω. Δεν έχει παρακάτω, έχουμε πιάσει από καιρό πάτο.
Στον πάτο, όλα μοιάζουν να έχουν ομοιομορφία και σταθερότητα, οι θεσμοί, οι κανόνες, οι διαδικασίες, οι πολιτικές. Στον πάτο, η ακινησία κι η επανάληψη φαίνεται να είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των ιδεών, των προβληματισμών, των συναισθημάτων, των γεγονότων. Στον πάτο, το εγώ κι η ιδιοτέλεια επιβάλλονται αμείλικτα στη συλλογικότητα, στην ισότητα, στην αλληλεγγύη, στη δικαιοσύνη. Στον πάτο, οι εξουσίες κι οι αρχές αντιλαμβάνονται το δημόσιο συμφέρον με βάση το πολιτικό κόστος, τις πελατειακές σχέσεις, τις εξαρτήσεις, τις δημοσκοπήσεις. Στον πάτο, οι ανάγκες κι οι συμπεριφορές των κοινωνιών προσαρμόζονται στα πρότυπα του life style, των ΜΜΕ, της παραπολιτικής, της ανηθικότητας.
Όλα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες, τους τελευταίους μήνες στον τόπο μας δεν είναι αιφνίδια ούτε ίσως πρωτοφανή, είναι εκφάνσεις της πραγματικότητας, πτυχές της παρακμής κι εκδηλώσεις της κρίσης. Είναι η μονότονη αναπαραγωγή της καθημερινότητας όπως την επιβάλλουν οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα. Είναι η παρατεταμένη ανοχή να κινούμαστε λάθρα στις στήλες της παραπολιτικής. Είναι η προϊούσα κυριαρχία της σκοπιμότητας, του κέρδους και του μικροϋπολογισμού στις κάθε είδους δραστηριότητες και σχέσεις. Είναι τα βαρίδια κι οι σκουριασμένες άγκυρες, που μας δένουν και μας κρατούν στον πάτο. Στον πάτο, που ολοένα γίνεται πιο πνιγηρός κι αποπνικτικός από τα λογής - λογής σκουπίδια, ακαθαρσίες και περιττώματα.
Κάποιοι ψάχνουν το γαλάζιο κοιτάζοντας επίμονα κι εναγώνια προς τα πάνω. Κάποιοι αρκούνται βαριεστημένοι στην αποχαύνωση του γαλάζιου της οθόνης. Κάποιοι βολεύονται όπως – όπως με το γαλάζιο της ταυτότητας. Καθένας με τις ανάγκες του, τις προτεραιότητες, τις επιθυμίες, τις γνώσεις του, όλοι μαζί όμως συνυπεύθυνοι κι όχι απλώς συγκάτοικοι στον πάτο του βαρελιού. Συνυπεύθυνοι για όσα συνέβησαν, για όσα συμβαίνουν και για όσα θα συμβούν. Συνυπεύθυνοι πρώτα για τον εαυτό μας και τις πράξεις μας και μετά για τους απέναντι, γιατί οι απέναντι δεν είναι τίποτε περισσότερο ούτε τίποτε λιγότερο από την εικόνα μας, το είδωλό μας. Οι απέναντι είμαστε εμείς οι ίδιοι…